- φυσικοθεραπεία
- και παλ. τ. φυσιοθεραπεία, η, Νιατρ. η θεραπεία τών νόσων ή τών επακολούθων διαφόρων κακώσεων με τη βοήθεια φυσικών παραγόντων, όπως λ.χ. είναι ο αέρας, το νερό, το φως, η θερμότητα και το ψύχος, ο ηλεκτρισμός, οι δονήσεις κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικός + θεραπεία. Η λ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. physical therapy, γαλλ. physiotherapie].
Dictionary of Greek. 2013.